κηδεμονίας

κηδεμονίας
κηδεμονίᾱς , κηδεμονία
care
fem acc pl
κηδεμονίᾱς , κηδεμονία
care
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μάρσαλ, Νησιά — Νησιωτικό κράτος του Ειρηνικού ωκεανού, στο ευρύτερο νησιωτικό σύμπλεγμα της Μικρονησίας, στην Ωκεανία.Tα νησιά ανακαλύφθηκαν από τον Iσπανό Nτιέγκο δε Σααβέδρα, τον 16ο αι., ο οποίος τους έδωσε την ονομασία Λος Πιντάδος, από τη συνήθεια που… …   Dictionary of Greek

  • κηδεμονία — Διεθνές σύστημα διοίκησης και εποπτείας του διεθνούς δικαίου, που προβλέπεται από τα άρθρα 75 91 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο αντικατέστησε το παλαιότερο σύστημα της εντολής της Κοινωνίας των Εθνών. Περιλαμβάνει τα εδάφη που διατελούσαν …   Dictionary of Greek

  • Μικρονησία — Νησιωτικό κράτος του δυτικού Ειρηνικού ωκεανού.Η Μ. είναι ομόσπονδο κράτος και διαιρείται διοικητικά σε τέσσερις πολιτείες (σε παρένθεση η τοπική ονομασία): Kουκ, πρώην Τρουκ (Chuuk, πρώην Truk), Κοσράε ή Kουσάιε (Kosrae ή Kosaie), Πόνπεϊ, πρώην… …   Dictionary of Greek

  • Ρουάντα — Κράτος της Κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Ουγκάντα, στα Δ με το Κόνγκο, και στα Α – ΝΑ με την Τανζανία.H Pουάντα βρίσκεται κυριολεκτικά στην καρδιά της «μαύρης» ηπείρου, ανάμεσα στα ηφαιστειακά βουνά που, κατά μήκος της Pιφτ Bάλεϊ,… …   Dictionary of Greek

  • εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… …   Dictionary of Greek

  • επιτροπεία — Η ανάθεση σε ένα ορισμένο πρόσωπο (επίτροπο) της επιμέλειας του προσώπου και της περιουσίας ατόμων, τα οποία, λόγω ανηλικότητας, αναπηρίας ή ανικανότητας, δεν είναι σε θέση να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους. Σε ε. υποβάλλονται οι αχειράφετοι… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κηδεμονικός — ή, ό (ΑΜ κηδεμονικός, ή, όν) [κηδεμών] αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία αρχ. 1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν η κηδεμονία. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”